ταμπάκης

ταμπάκης
ο
(λ. τουρκ.), βυρσοδέψης, κατεργαστής δερμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταμπάκης — ο, Ν βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabak] …   Dictionary of Greek

  • ταμπακής — ιά, ί, Ν [ταμπάκος] αυτός που έχει το χρώμα τού ταμπάκου, τού καπνού, ξανθοκάστανος …   Dictionary of Greek

  • ταμπάκικο — το, Ν το εργαστήριο τού ταμπάκη, βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκης + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • tabac — TABÁC1, tabacuri, s.n. Tutun măcinat, care se aspiră pe nas. ♦ (reg.) Tutun de fumat. ♦ (bot.) Tutun (1). – Din germ. Tabak, rus., ucr. tabak. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  TABÁC2, tabaci, s.m. Tăb …   Dicționar Român

  • βυρσοδέψης — ο ο τεχνίτης που ασχολείται με την κατεργασία δερμάτων, ο ταμπάκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”